- λεπτοδερμία
- λεπτο-δερμία, ἡ,A thinness of skin, Thphr.CP3.5.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεπτοδερμία — η (Α λεπτοδερμία) [λεπτόδερμος] η λεπτότητα τού δέρματος … Dictionary of Greek
λεπτοδερμίαν — λεπτοδερμίᾱν , λεπτοδερμία thinness of skin fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)